- διαστίλβω
- διαστίλβω,A gleam, Ar.Pax567, Nonn.D.42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) … Dictionary of Greek
διαστίλβει — διαστίλβω gleam pres ind mp 2nd sg διαστίλβω gleam pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβον — διαστίλβω gleam pres part act masc voc sg διαστίλβω gleam pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντα — διαστίλβω gleam pres part act neut nom/voc/acc pl διαστίλβω gleam pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντι — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat sg διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσι — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσιν — διαστίλβω gleam pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστίλβω gleam pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβειν — διαστίλβω gleam pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντας — διαστίλβω gleam pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβοντες — διαστίλβω gleam pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίλβουσαι — διαστίλβω gleam pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)